ακαταγέλαστος

ακαταγέλαστος
-η, -ο
αυτός που δε γελοιοποιήθηκε: Τελικά δεν κατάφερε να μείνει ακαταγέλαστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακαταγέλαστος — η, ο (Α ἀκαταγέλαστος, ον) [καταγέλαστος] αυτός που δεν έχουν γελάσει εις βάρος του ή που δεν μπορεί κανείς να γελάσει εις βάρος του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”